Dictionary of Greek. 2013.
χτενάκι — και κτενάκι, το, Ν [χτένα / κτένα] μικρό χτένι για τη συγκράτηση τών μαλλιών σε διάφορα είδη γυναικείας κόμμωσης ή για στολισμό … Dictionary of Greek